- προσατιμοω
- προσατιμόωπροσ-ᾰτῑμόωкроме того предавать бесчестию, лишать также гражданских прав
(οὐ μόνον τῶν πατρῴων ἀπεστερημένος, ἀλλὰ καὴ προσητιμωμένος Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οὐ μόνον τῶν πατρῴων ἀπεστερημένος, ἀλλὰ καὴ προσητιμωμένος Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσατιμάσαντα — προσατῑμά̱σαντα , προσατιμόω aor part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) προσατῑμά̱σαντα , προσατιμόω aor part act masc acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσητίμασαν — προσητί̱μᾱσαν , προσατιμόω aor ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)